Ομάρ

Ομάρ
I
(και ορθότερα Όμαρ). Όνομα δύο μουσουλμάνων χαλιφών του 7ου και 8ου αι.
1. Ο. A’ ιμπν αλ-Χαττάμπ, ο επιλεγόμενος αλ-Φαράκ (= ο Συνετός). Ξάδελφος τρίτου βαθμού του Αμπνταλλάχ, πατέρα του Μωάμεθ, υπήρξε δεύτερος χαλίφης των μουσουλμάνων. Διαδέχτηκε το 634 τον Αμπού Μπακρ, πρώτο διάδοχο του προφήτη (632-634), αφού διετέλεσε σύμβουλος του τελευταίου αυτού και του πρώτου χαλίφη. Υπήρξε μία από τις μεγαλύτερες μορφές του Ισλαμισμού, ο οποίος κατά τη διάρκεια της βασιλείας του διαδόθηκε στην Περσία, στη Συρία, στην Παλαιστίνη και στην Αίγυπτο. Στην Ιερουσαλήμ, που του άνοιξε τις πύλες της, έχτισε στην περιοχή του αρχαίου ναού του Σολομώντα ένα τζαμί –το Τέμενος του Ο.– που παραμένει ακόμα και σήμερα ένα από τα λαμπρότερα και γνωστότερα μνημεία της μουσουλμανικής αρχιτεκτονικής. Ενεργητικός και δραστήριος, εμψυχωμένος από βαθιά θρησκευτική πίστη, άρχισε να οργανώνει την αραβική αυτοκρατορία. Σε αυτόν αποδίδεται η καταστροφή της περίφημης βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας, την οποία διέταξε, με τη δικαιολογία ότι αν αυτά τα βιβλία επαναλάμβαναν πράγματα που περιείχε το Κοράνιο ήταν άχρηστα και αν πάλι έλεγαν πράγματα αντίθετα από αυτό ήταν επιζήμια. Πέθανε το 644, δολοφονημένος από ένα Πέρση δούλο σε ένα τζαμί. Η μουσουλμανική παράδοση τον θεωρεί ιδεώδη ηγεμόνα.
2. Ο. B’ ιμπν Αμπντ αλ-Αζίζ, όγδοος χαλίφης της δυναστείας των Ομμεϋαδών, διαδέχτηκε τον εξάδελφο του Σουλεϊμάν και βασίλευσε από το 717 έως το 720.
II
Όνομα δύο Αράβων εμίρηδων (ηγεμόνων) της Κρήτης. Ο πρώτος, ο Ο. A’ Άμπου Χαφς, είναι ο κατακτητής της Κρήτης. Ο δεύτερος είναι ο προτελευταίος εμίρης του νησιού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Ομάρ Καγιάμ — (Νισαμπούρ, Χορασάν; –1123;). Πέρσης αστρονόμος, μαθηματικός και ποιητής. Το 1073 του ανατέθηκε μαζί με άλλους αστρονόμους να μεταρρυθμίσει το ηλιακό περσικό ημερολόγιο. Ίσως να οφείλεται σε αυτόν η αρχή της συστηματικής μελέτης των κυβικών… …   Dictionary of Greek

  • Ομάρ πασάς — (Πλάσκι, Κροατία 1806 – Κωνσταντινούπολη 1871). Τούρκος στρατηγός, το αληθινό όνομα του οποίου ήταν Μιχάιλο Λάττας. Κροάτης, προσχώρησε στον μωαμεθανισμό και το 1834 έγινε παιδαγωγός του διαδόχου του σουλτανικού θρόνου Αβδούλ Μεζίτ. Το 1839, όταν …   Dictionary of Greek

  • Αβού-Χαφς-Ομάρ — Βλ. λ. Αμπού Χαφς Ομάρ …   Dictionary of Greek

  • Χαγιάμ, Ομάρ — Αναφέρεται και ως Καγιάμ. Iρανός ποιητής. Bλ. λ. Ομάρ Καγιάμ …   Dictionary of Greek

  • Αμπού Χαφς Ομάρ — (9ος αι. μ.Χ.).Άραβας, αντίπαλος των Ομεϊαδών. Το 815, όταν οι Ομεϊάδες τον υποχρέωσαν να εγκαταλείψει την Ισπανία, επιδόθηκε μαζί με Ανδαλουσιανούς πειρατές σε ληστρικές επιδρομές εναντίον της Αιγύπτου που κράτησαν οκτώ χρόνια. To 823,… …   Dictionary of Greek

  • Μπράντλεϊ, Ομάρ Νέλσον — (Brandley, Κλαρκ, Μισούρι 1893 – 1981). Αμερικανός στρατηγός. Σπούδασε στη Στρατιωτική Ακαδημία του Γουέστ Πόιντ, όπου και δίδαξε αργότερα, καθώς και στις στρατιωτικές σχολές του Καλεγίου της Νότιας Ντακότα, της Σχολής Πεζικού κ.ά. Υπηρέτησε σε… …   Dictionary of Greek

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

  • Μωάμεθ — (αραβ. Μουχάματ, Μέκκα περ. 570 – Μεδίνα 632). Προφήτης και ιδρυτής του Ισλαμισμού. Για τη ζωή του Μ. η μόνη ασφαλής πηγή είναι το Κοράνιο, το οποίο όμως περιέχει ελάχιστο βιογραφικό υλικό. Ακολουθεί η Σίρα ή «Υποδειγματική ζωή» του προφήτη, που… …   Dictionary of Greek

  • Γκαμπόν — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γκαμπόν Έκταση: 267.667 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.308.500 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Λιμπρεβίλ (541.000 κάτ. το 2002)Κράτος της βορειοδυτικής Αφρικής. Συνορεύει Β με την Ισημερινή Γουινέα και το Καμερούν, Α και Ν με τη… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”